- μονοβασία
- η (Μ μονοβασία και μονοβασιά και μονεμβασία και μοροβασία)κρασί μαύρο, γλυκό και αρωματικό που φτειάχνεται στη Μονεμβασιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το τοπωνύμιο Μονοβασιά, τ. τής ονομασίας τής πόλης Μονεμβασίας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοβασιά — η είδος κρασιού που παράγεται στη Μονεμβασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… … Dictionary of Greek
μοροβασιά — μοροβασιά, ἡ (Μ) βλ. μονοβασία … Dictionary of Greek